Περιγραφή
Εισαγωγικά για τη Σαμοθρακική περαία
Η Θράκη αποτελεί ένα μοναδικό σταυροδρόμι πολιτισμού, γεφυρώνοντας την Ασία με την Ευρώπη και το Αιγαίο με τον Εύξεινο Πόντο. Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της (μεταλλεία, ξυλεία, ποτάμια, καλλιέργειες, πρόσβαση σε αγορές κ.ά.) και η στρατηγική της θέση (Βασιλική/Εγνατία οδός, λιμάνια, οχυρά) αποτέλεσαν πόλο έλξης για αποίκους και κατακτητές, αλλά και θέατρο διενέξεων ανάμεσα σε ελληνικές και ξένες δυνάμεις.
Ειδικότερα, η παράκτια λωρίδα γης απέναντι από τη Σαμοθράκη, την οποία ορίζει το όρος Ίσμαρος και το ακρωτήριο Σέρρειον, τα Ζωναία Όρη και ο ποταμός Έβρος, διαθέτει λιγοστά φυσικά λιμάνια, περιορισμένες πεδινές εκτάσεις και πολυάριθμους ορεινούς όγκους. Σε αυτό το ποικιλλόμορφο τοπίο αναπτύχθηκαν διάφορες εγκαταστάσεις από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι και την ίδρυση της ρωμαϊκής επαρχίας της Θράκης, όπως θρακικές οχυρές θέσεις, εμπόρια, αποικίες, μακεδονικά φρούρια, ρωμαϊκές και έπειτα βυζαντινές πόλεις. Το ερευνητικό πρόγραμμα Αρχαιολογικές και γεωφυσικές έρευνες στην περαία της Σαμοθράκης διερευνά με έρευνες πεδίου την έκταση από τα Πετρωτά έως και τα Δίκελλα διαχρονικά (δηλ. συλλέγοντας υλικό από όλες τις χρονολογικές περιόδους), και μέσω τηλεπισκόπησης (δορυφορικές λήψεις, ιστορικές αεροφωτογραφίες, χάρτες) την ευρύτερη περιοχή.
Κοντά στην περιοχή ερευνητικού ενδιαφέροντος υπάρχουν σημαντικοί προϊστορικοί οικισμοί, όπως στον Αγ. Γεώργιο Μαρωνείας (Ισμάρα), στο σπήλαιο και την Τούμπα Μάκρη, οι οποίοι μαρτυρούν την πρώιμη κατοίκηση του χώρου αλλά και τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που προσέφερε η περιοχή, αναφορικά με την εξέλιξη των οικισμών.
Η ανάπτυξη της περιοχής σφραγίστηκε από την ίδρυση των λεγόμενων «σαμοθρηίκεων τείχεων», δηλαδή οχυρών εγκαταστάσεων που ίδρυσε η Σαμοθράκη πιθανώς μεταξύ του 700–480 π.Χ. Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν από τα Δ προς Α την Μεσημβρία, τη Δρυ, τη Ζώνη, τη Σάλη, την Τέμπυρα και το Χαράκωμα. Ο ακριβής γεωγραφικός προσδιορισμός των παραπάνω οικισμών και άλλων γειτονικών θέσεων είναι ακόμη αβέβαιος, με μόνη εξαίρεση την ταύτιση της αρχαίας Ζώνης, καθώς οι πληροφορίες που έχουμε από τις γραπτές πηγές, χάρτες και τα αρχαιολογικά κατάλοιπα είναι αντικρουόμενες ή ελλιπείς. Προβληματική είναι συχνά η κατανόηση της σχέσης αυτών των θέσεων με τη Σαμοθράκη, εάν δηλαδή έχουμε να κάνουμε με μία αποικία, αυτόνομη πόλη, πολίχνιον, εμπόριο, οχυρό ή κάτι άλλο, ενώ λιγοστά είναι τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας για την πληθυσμιακή σύνθεση της κάθε θέσης, την έκταση και το είδος.
Η πιο σημαντική πόλη της σαμοθρακικής περαίας φαίνεται πως ήταν η Ζώνη, η μόνη που έκοψε δικό της νόμισμα και πλήρωνε διπλάσιο συμμαχικό φόρο από τις υπόλοιπες στον 5ο αι. π.Χ. Ως πόλη αναφέρεται και η Δρυς, η θέση της οποίας δεν έχει ακόμη εξακριβωθεί, ενώ και η Σάλη αναφέρεται στους φορολογικούς καταλόγους της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας. Στον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. η περιοχή εντάσσεται στη σφαίρα επιρροής των Μακεδόνων, ενώ στον 2ο αι. π.Χ. η περαία περνάει στον έλεγχο της Μαρώνειας.
Η επίδραση της Σαμοθράκης δεν είναι πάντα ανιχνεύσιμη στην περιοχή – για παραδειγμα οροθετικές επιγραφές μας πληροφορούν ότι η περιοχή των εκβολών του Έβρου αποτελεί χώρα του ιερού της Σαμοθράκης, δώρο των Μακεδόνων βασιλέων από τον 3ο αι. π.Χ. – ενώ με την ίδρυση μεγάλων αυτοκρατορικών κέντρων στη Θράκη, η σαμοθρακική περαία μετατρέπεται σε τμήμα της χώρας της Τραϊανούπολης.
Η αλληλοεξάρτηση αστικών και αγροτικών περιοχών στην περαία της Σαμοθράκης φαίνεται πως έχει διαχρονικό χαρακτήρα. Μάλιστα, ένας από τους στόχους του Προγράμματος είναι να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο η ενδοχώρα συμπληρώνει το προφίλ των παράκτιων θέσεων, συνδράμοντας στην εξέλιξη τους ανά τους αιώνες, αλλά και το αντίστροφο.
Ιστορία των ερευνών
Σε νεώτερους χάρτες (16-17ος αι.) που απεικονίζουν τη Θράκη επισημαίνονται τοπωνύμια, ορεινοί όγκοι και υδάτινα στοιχεία, με σαφή όμως άγνοια της πραγματικής τοπογραφίας της περιοχής. Οι μελετητές και χαρτογράφοι, ακολουθώντας πιθανότατα τις αναφορές των αρχαίων πηγών, δήλωσαν στους χάρτες και κάποιες από τις πόλεις της Σαμοθρακικής περαίας ή γεωφυσικά στοιχεία που σχετίζονται με αυτήν.
Thraciae Veteris Typus. Χάρτης της Αρχαίας Θράκης του Α. Ortelius, 1585
Οι πρώτες κανονικές ανασκαφές έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν Βούλγαροι αρχαιολόγοι με επικεφαλής τον G. Karazow ανέσκαψαν τμήμα της νεκρόπολης της Ζώνης και άλλες θέσεις κοντά στην Αλεξανδρούπολη και μετέφεραν αρκετά από τα ευρήματά τους στη Σόφια. Λίγο αργότερα, στα γεγονότα που ακολούθησαν τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν γαλλικό εκστρατευτικό σώμα υπό τον Στρατηγό Charles Antoine Charpy εγκαταστάθηκε στη Θράκη, στις τάξεις του στρατεύματος περιλαμβανόταν και ο Père Azaïs, μοναχός και αρχαιολόγος-ερευνητής. Έμεινε στη Θράκη από τον Αύγουστο του 1919 μέχρι το Μάϊο του 1920 και μαζί με το στρατηγό Σαρπύ περιηγήθηκαν τα θρακικά παράλια σε αναζήτηση αρχαιοτήτων. Μάλιστα, ο Azaïs εντόπισε ταφικούς τύμβους και ανέσκαψε έναν στην «περιοχή της Κομοτηνής», με τον τύπο της εποχής να σημειώνει ότι τα ευρήματα των ανασκαφών μεταφέρθηκαν στο Λούβρο.
Με εξαίρεση την Προανασκαφική Έρευνα στη Θράκη του Γεώργιου Μπακαλάκη και την έναρξη των ανασκαφών από τους Αμερικανούς στη Σαμοθράκη, δεν υπήρχε κάποιο μεγάλο πρόγραμμα συστηματικών ανασκαφικών ή ερευνών πεδίου στην αιγαιακή Θράκη μέχρι και το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Οι εργασίες του Δημήτριου Λαζαρίδη έφεραν την Θράκη σιγά σιγά στο προσκήνιο, ενώ από τις δεκαετίες 1970-1980 και εξής, χάρη στις αυξημένες και μεθοδικές έρευνες του Διαμαντή Τριαντάφυλλου και των αρχαιολόγων της Εφορείας, άρχισε να εμπλουτίζεται ολοένα και περισσότερο η αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή.
Το ευρύ φάσμα των θέσεων που διερευνήθηκαν αντικατοπτρίζεται στην ποικιλία των ευρημάτων, τα οποία διατρέχουν όλες τις περιόδους από τα προϊστορικά μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια. Αναφέρουμε εδώ ενδεικτικά ανασκαφές προϊστορικών θέσεων και Εποχής Σιδήρου (π.χ. Παραδημή, Σαρακήνη, Μάκρη, Ίσμαρος, Εργάνη, Ρούσσα), αποικιών (π.χ. Άβδηρα, Μαρώνεια, Ζώνη), οικισμών και οχυρών (π.χ. Διομήδεια, Δορίσκος), νεκροταφείων (π.χ. Άβδηρα, Δίκαια, Μικρό Δουκάτο), τύμβων (κυρίως στον Β. Έβρο αλλά και αλλού), ιερών (π.χ. Σαμοθράκη, Μαρώνεια, Ζώνη), μακεδονικών φρουρίων και τάφων (π.χ. Καλύβα, Σταυρούπολη, Σύμβολα) και ρωμαϊκών πόλεων (π.χ. Πλωτινόπολη, Τραϊανούπολη).
Η χάραξη μεγάλων οδικών αξόνων (π.χ. Εγνατία Οδός), η δημιουργία εγγειοβελτιωτικών έργων και η υλοποίηση σημαντικών κατασκευαστικών έργων στον τομέα της ενέργειας (π.χ. ΤΑΠ) έδωσε νέο έναυσμα τα τελευταία 20 χρόνια στην ανασκαφική δραστηριότητα, η οποία όμως είχε κυρίως σωστικό χαρακτήρα.
Ειδικότερα στην περιοχή που εξετάζει το ερευνητικό πρόγραμμα Αρχαιολογικές και γεωφυσικές έρευνες στην περαία της Σαμοθράκης, το ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες ξεκίνησε ήδη από τον 17ο αιώνα, όταν ο Robert de Dreux περιέγραψε πιθανότατα τη Μάκρη, στη ρωμαϊκή φάση της, και μάς έδωσε στοιχεία για μία σαρκοφάγο με λατινική επιγραφή, έναν τουρκικό τάφο κοντά σε κάποιο παρεκκλήσι, μία λατρευτική πέτρα με θεραπευτικές ιδιότητες για τους μουσουλμάνους και ένα αρχαίο θέατρο στην περιοχή. Οι πρώτες ανασκαφές στην περιοχή πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου από Βούλγαρους αρχαιολόγους με επικεφαλής τον G. Karazow, οι οποίοι ανέσκαψαν τμήμα της νεκρόπολης της Ζώνης. Ανασκαφικές έρευνες στη Ζώνη ανέλαβαν μεταπολεμικά οι Α. Βαβρίτσας, Ε. Πεντάζος, Π. Πάντου, και Π. Τσατσοπούλου, χάρη στις συστηματικές εργασίες της οποίας τεκμηριώθηκε η ταύτιση της θέσης με την αρχαία Ζώνη αντί της Μεσημβρίας. Κατά τη διάρκεια, τέλος, των δεκαετιών 1980 και 1990, οι Κ. Καλλιντζή και Ν. Ευστρατίου πραγματοποίησαν ανασκαφές στην τούμπα της Μάκρης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η θέση θα πρέπει να ταυτιστεί με κάποιο εμπόριο.
Περισσότερο ίσως από τους αρχαιολόγους, η περιοχή της σαμοθρακικής περαίας προσέλκυσε το ενδιαφέρον των ιστορικών, επιγραφολόγων, νομισματολόγων και ιστορικών γεωγράφων, οδηγώντας σε πολλές δημοσιεύσεις και έντονες συζητήσεις πάνω σε θέματα χρονολόγησης, ταύτισης και τοπογραφίας.
Ένα σημαντικό ερώτημα που καλείται να απαντήσει η έρευνα αφορά στο είδος των οικισμών που προϋπήρχαν της άφιξης των Ελλήνων αποίκων και στον προσδιορισμό των σχέσεων ανάμεσα στους ντόπιους Θράκες (π.χ. εχθρότητα, αποδοχή, συμβίωση και σε ποιον βαθμό). Οι γραπτές πηγές αλλά κυρίως τα αρχαιολογικά ευρήματα (λ.χ. κεραμική, επιγραφές, νομίσματα, τέχνεργα, μοτίβα εγκατάστασης κ.ά.) συμβάλλουν ώστε να αναγνωρίσουμε σε μία θέση το θρακικό στοιχείο, την ελληνική παρουσία, ή αργότερα τη μακεδονική και ρωμαϊκή. Παράλληλα, μας βοηθούν να θέσουμε κρίσιμα ερωτήματα αναφορικά με την έκταση και το είδος των εμπορικών συναλλαγών μίας θέσης, τον αστικό, αγροτικό ή άλλο χαρακτήρα της, την οικονομία της, καθώς και ευρύτερα θέματα διαπολιτισμικών σχέσεων, τοπογραφίας και διασύνδεσης της σαμοθρακικής περαίας.
Περιοχές ερευνητικού ενδιαφέροντος
Οι τέσσερις προς διερεύνηση περιοχές οριοθετούνται προς βορρά από τα Ζωναία Όρη και την Εγνατία Οδό, δυτικά από το όρος Ίσμαρος και το ακρωτήριο Σέρρειον και ανατολικά από τον σημερινό οικισμό και την παραλία των Δικέλλων. Διοικητικά ανήκουν σε δύο Εφορείες Αρχαιοτήτων, τις ΕΦΑ Ροδόπης και Έβρου. Η περιοχή διακρίνεται για τη μορφολογική ποικιλία τόσο του φυσικού περιβάλλοντος και του εδάφους όσο και των αρχαιολογικών ενδείξεων.
Η περιοχή ενδιαφέροντος #1, επονομαζόμενη Εξοχή, εμπίπτει στα όρια της Π.Ε. Ροδόπης. Πρόκειται για ένα οροπέδιο στα ΝΔ των Πετρωτών, αποτελούμενο από θύλακες καλλιεργήσιμης γης ανάμεσα σε ημιορεινές, θαμνώδεις εκτάσεις. Η τοπογραφία της περιοχής ουσιαστικά ορίζει και τον χώρο που μπορούμε να διερευνήσουμε, έκτασης περίπου 50ha, ενώ ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας (δημητριακά, βαμβάκι), θα προγραμματιστεί το κατάλληλο χρονικό διάστημα για την επιφανειακή και τη γεωφυσική έρευνα.
Η περιοχή #2 εμπίπτει επίσης στα όρια της Π.Ε. Ροδόπης αλλά είναι μικρότερη σε έκταση (17ha), καλύπτοντας ουσιαστικά την απόληξη του ρέματος (Γιαλού ρέμα) Ν των Πετρωτών. Η οριοθέτησή της ταυτίζεται εν πολλοίς με τον κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο, με μια επέκταση στα Δ, όσο επιτρέπει η τοπογραφία αλλά και οι σύγχρονες εγκαταστάσεις στην περιοχή (ΚΑΑΥ, λατομεία κ.ά.).
Η περιοχή #3 βρίσκεται στους ορεινούς όγκους ΒΑ των Πετρωτών και διοικητικά ανήκει στον νομό Έβρου. Ο χώρος ενδιαφέροντος εκτείνεται στο μεσοδιάστημα και στην περιφέρεια δύο χωριών, το Πέραμα και τον Κόμαρο, και περιλαμβάνει καλλιεργήσιμες εκτάσεις, λόφους με θαμνώδη βλάστηση, ελαιώνες κ.ά. Η περιοχή ενδιαφέροντος (έκτασης περ. 577ha) ορίστηκε και πάλι με βάση την τοπογραφία της περιοχής και τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις (π.χ. Gold Mining S.A., κτηνοτροφικές μονάδες, κατοικίες), λαμβάνοντας υπόψη τους οχυρούς λόφους που δεσπόζουν στο τοπίο, τους γεωγραφικούς περιορισμούς (π.χ. δύσβατοι λόφοι, πυκνή θαμνώδης βλάστηση) και εν γένει τις δυνατότητες διερεύνησης που προσφέρει ο χώρος τόσο για επιφανειακή όσο και για γεωφυσική έρευνα.
Η περιοχή #4 καλύπτει μια εξίσου μεγάλη έκταση στο παραλιακό μέτωπο του νομού Έβρου (περ. 834ha), ανατολικά της αρχαίας Ζώνης, δυτικά της Μάκρης και νότια της Μεσημβρίας και των Δικέλλων. Πρόκειται για μία παράκτια ζώνη με ποικίλλες καλλιέργειες, κατοικίες και άλλες ιδιοκτησίες, στην οποία έχουν εντοπιστεί στο παρελθόν σποράδην αρχαιολογικά ευρήματα από διάφορες περιόδους.